- κιθαρίζει
- κιθαρίζωplay the citharapres ind mp 2nd sgκιθαρίζωplay the citharapres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κιθαρίζω — παίζω κιθάρα: Κιθαρίζει από το πρωί ως το βράδυ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)